ΑΡΧΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ

Η Εταιρεία Θεσσαλικών Ερευνών συνεχίζοντας τη δραστηριοποίησή της στο χώρο των εκδόσεων έργων σχετικών με τους σκοπούς της εξέδωσε το Δεκέμβριο του 2010 τον 18ο τόμο του Αρχείου Θεσσαλικών Μελετών εν μέρει αφιερωματικό στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ο τόμος παρουσιάστηκε ήδη στο κοινό του Βόλου και της Λάρισας, ενώ έχουν προγραμματιστεί παρουσιάσεις στην Αθήνα και τη Μυτιλήνη.
Τον τόμο επιμελήθηκε ο Γιώργος Κοντομήτρος και τον προλόγισε η πρόεδρος της ΕΘΕ Μηλίτσα Ζαρλή- Καραθάνου. Η Μαρία Μπούρα επιμελήθηκε τις περιλήψεις στην Αγγλική και το συντονισμό της ύλης ανέλαβε η Μηλίτσα Ζαρλή- Καραθάνου. Την επιστημονική επιτροπή αποτέλεσαν οι  Ευάγγελος Γκόμας, Γιώργος Θωμάς, Γιώργος Κοντομήτρος, Κώστας Λιάπης, Μαρία Παπαδημητρίου και Αιμίλιος Σουβατζής.
 
Ο πρόλογος του 18ου τόμου
 
Η Εταιρεία Θεσσαλικών Ερευνών, η οποία προωθεί πάντα την επιστήμη και τον πολιτισμό στον τόπο μας, συνεχίζοντας τις προσπάθειές της για την υλοποίηση των σκοπών της εκπληρώνει και φέτος τους στόχους της με την έκδοση του 18ου τόμου του Αρχείου Θεσσαλικών Μελετών μετά τις αφιερωματικές εκδόσεις της για το Βόλο του 1908.
 
 Στις 3 Ιανουαρίου του 2011 συμπληρώνονται εκατό χρόνια από το θάνατο του «Αγίου των γραμμάτων μας», του Σκιαθίτη διηγηματογράφου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Με αφορμή την εν λόγω επέτειο η ΕΘΕ αποφάσισε ο παρών τόμος να είναι εν μέρει αφιερωματικός στη ζωή και το έργο του συντοπίτη μας κορυφαίου πνευματικού ανθρώπου και να συμβάλει στη μελέτη και την προβολή του. 
Καταξιωμένοι επιστήμονες και ερευνητές ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση της Εταιρείας και κατέθεσαν πρωτότυπα πονήματα. Ο εκδότης των Απάντων του Παπαδιαμάντη Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος και η Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου στρέφουν το ενδιαφέρον τους στο περιοδικό του Βλάσση Γαβριηλίδη «Το Νέον Πνεύμα» και αναζητούν τις ανυπόγραφες, τις άγνωστες μεταφράσεις του Παπαδιαμάντη, προσφέροντας μια ξενάγηση στο παπαδιαμάντειο ύφος, στην «παπαδιαμαντική βαφή». Ο Λάκης Προγκίδης καταγράφει τις σημαντικές χρονολογίες που σημάδεψαν το έργο του Παπαδιαμάντη στη διάρκεια των εκατό χρόνων που πέρασαν από το θάνατό του και εν συνεχεία αναπτύσσει το θέμα ότι σήμερα ο κόσμος μας, η ανθρωπότητα στο σύνολό της, έχει την ανάγκη του έργου του Παπαδιαμάντη. Η Ρίτσα Φράγκου – Κικίλια αναζητεί τη συνισταμένη της αγάπης για το Βόλο τριών μεγάλων διανοητών: του Παπαδιαμάντη, του Σικελιανού και του Σκουβαρά. Ο Δημήτρης Παλιούρας μελετά την αρχιτεκτονική του σπιτιού του Παπαδιαμάντη και εξιστορεί αυθεντικά τις φάσεις των ενεργειών που οδήγησαν στην απαλλοτρίωση και στην επισκευή, ώστε απλό, λιτό και απέριττο το σπίτι του «Αγίου» να αντιστέκεται πεισματικά στο χρόνο και τους ανθρώπους και να λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος της ζωής και του έργου του μεγάλου ανθρώπου του πνεύματος. Ο Γρηγόρης Καρταπάνης παρουσιάζει τα «σκιαθίτικα διαλείμματα» του Παπαδιαμάντη, τις επανόδους του στη Σκιάθο μετά τις αποδράσεις του για σπουδές και βιοπορισμό, φωτίζοντας τη σχέση του με την «γενέθλιον νήσον» και το συγγενικό του κύκλο εν μέσω του βιοποριστικού αγώνα. Η Βάσσα Παρασκευά παρουσιάζει την Ιερά Μονή Ευαγγελιστρίας της Σκιάθου με αφορμή τις αναφορές του Παπαδιαμάντη. 
Καταξιωμένοι επίσης συγγραφείς προσέφεραν πονήματα για το παρελθόν του τόπου μας. Ο Απόστολος Παπαθανασίου αναλαμβάνει μία συνθετική προσπάθεια ιστορικής πληροφόρησης εστιαζόμενης στο Αιγαίο, την Εύβοια, τις Σποράδες και τη Σκύρο κατά τον άκρως ενδιαφέροντα αλλά ελάχιστα γνωστό ύστερο ενετοκρατούμενο μεσαίωνα. Ο Γιώργος Θωμάς παρουσιάζει ένα αυθεντικό κείμενο του Βαγγέλη Σκουβαρά: μια μετάφραση ενός ελεγειακού, συνθεμένου στην αρχαία μας ελληνική ποιητική γλώσσα, κειμένου του Ζαγοριανού λογίου Φιλίππου Ιωάννου, που το αφιέρωσε στον αδερφό του, ο οποίος έχασε τη ζωή του πολεμώντας στο Δραγατσάνι. Οι «κιρατζήδες» της Θεσσαλομαγνησίας κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και εξής είναι το αντικείμενο της μελέτης του Κώστα Λιάπη, που ζωντανεύει τον τρόπο διακίνησης αγαθών, υλικών και πνευματικών, στον βαλκανικό χώρο αλλά και στον ευρύτερο ευρωπαϊκό και αυτόν της Εγγύς Ανατολής. Ο π. Κωνσταντίνος Καλλιανός παρακολουθεί τη δραστηριότητα των επιδέξιων Σκοπελιτών καραβομαραγκών του 19ου αιώνα στα μεγάλα ναυπηγοκατασκευαστικά κέντρα της εποχής. Έχουν γραφεί πολλά για τον Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, λίγα όμως για τον πατέρα του τον Εβαρίστο, τον κατασκευαστή των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων και του τραίνου του Πηλίου. Ο Κωνσταντίνος Ανδρουλιδάκης καλύπτει τεκμηριωμένα το κενό. Η πολυσχιδής προσωπικότητα του Δημητρίου Σαράτση είναι για μια ακόμη φορά το αντικείμενο μελέτης του Χαράλαμπου Χαρίτου, ο οποίος αυτή τη φορά παρουσιάζει το άγνωστο έργο του ιατρού στους Θεσσαλικούς σιδηροδρόμους. Η Ιουλία Κανδήλα και ο Χαράλαμπος Χαρίτος παρουσιάζουν στη συνέχεια ένα κείμενο, με το οποίο αναδεικνύεται για πρώτη φορά η δράση του «Φιλοπαιδευτικού Συλλόγου Θετταλομαγνησίας» και παρουσιάζεται εκτενώς η πρωτοποριακή λειτουργία του «Κασσαβέτειου Νηπιαγωγείου» Βόλου. Ο Γιώργος Κοντομήτρος αποτυπώνει την κατάσταση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης της Μαγνησίας στην αυγή του εικοστού αιώνα. Ο ρόλος του τοπικού τύπου στην καλλιτεχνική άνθιση, ιδίως στον τομέα της ζωγραφικής, κατά τη δεκαετία του 1920 είναι το αντικείμενο της μελέτης της Μαρίας Σπανού. Η Μηλίτσα Ζαρλή - Καραθάνου παρουσιάζει τη δημιουργική παρουσία του Άγγελου Σικελιανού στο Βόλο κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Τέλος ο Σταύρος Κατσούρας παρουσιάζει δύο επιστολές που έλαβε το 1921 ο Γιάνης Κορδάτος στη Ζαγορά από τον Α. Μπεναρόγια και τον Ε. Παπαναστασίου και αναλύει την πολιτική κατάσταση στη δεδομένη συγκυρία.
Η ΕΘΕ ευχαριστεί θερμά όλους τους συγγραφείς του τόμου, πολλοί από τους οποίους είναι μέλη της, για τη γόνιμη συνεργασία μαζί της.
Ιδιαίτερα ευχαριστεί επίσης τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Μαγνησίας και τον Νομάρχη κ. Απόστολο Παπατόλια, το Δήμο Βόλου και τον Δήμαρχο κ. Αλέκο Βούλγαρη, το Δικηγορικό Σύλλογο Βόλου και τον Πρόεδρό του κ. Τάσο Βολιώτη, τον Οργανισμό Λιμένος Βόλου και τον Πρόεδρο κ. Γιώννη Πρίγκο και τον διευθύνοντα Σύμβουλο κ. Δημήτρη Θεοδώρου για την ευγενική χορηγία τους. Ακόμα ευχαριστεί την ΑΓΕΤ «Ηρακλής» και τους κκ. Χαράλαμπο Τσιμά και Κωνσταντίνο Κλημεντόπουλο για την οικονομική τους στήριξη. Τέλος ευχαριστεί θερμά και τον συντοπίτη μας ομότιμο καθηγητή του Πολυτεχνείου της Ζυρίχης κ. Γιώργο Γκέκο, ο οποίος με τη χορηγία του στήριξε όχι μόνο την έκδοση του τόμου αλλά και την Εταιρεία στο δύσκολο έργο και το δημιουργικό της έργο.
 
Ως πρόεδρος της ΕΘΕ θεωρώ εξαιρετική τιμή να προλογίζω τον αφιερωματικό αυτό τόμο του Α.Θ.Μ., για την αξία του οποίου ο πνευματικός κόσμος του τόπου και το αναγνωστικό κοινό θα έχουν βέβαια τον τελευταίο λόγο.     
 
Δεκέμβριος 2010
 
Η Πρόεδρος της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών
Μηλίτσα Ζαρλή - Καραθάνου   
 
 
Γιώρ­γος Κο­ντο­μή­τρος
«Η πό­λι της γκαρ­ντέ­νιας»
Μάρ­τιος 2009
Εκδό­σεις της Εται­ρείας
Θεσ­σα­λι­κών Ερευ­νών, Βό­λος

Πολ­λά συ­νέ­βη­σαν στην Ελλά­δα το σω­τή­ριον έ­τος 1908. Συ­να­ντά­με πο­λι­τι­κά γε­γο­νό­τα ευ­ρύ­τε­ρης εμ­βέ­λειας ό­πως η κή­ρυ­ξη α­νε­ξαρ­τη­σίας στην Κρή­τη, η ί­δρυ­ση του Στρα­τιω­τι­κού Συν­δέ­σμου στην Αθή­να και το κί­νη­μα των Νεό­τουρ­κων στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Αλλά και πέ­ραν της πο­λι­τι­κής, στον κοι­νω­νι­κό χώ­ρο, δυο ση­μα­ντι­κές πρω­το­βου­λίες έ­λα­βαν χώ­ρα στο Βό­λο. Εί­ναι η δη­μιουρ­γία του πρώ­του στην Ελλά­δα Εργα­τι­κού Κέ­ντρου και η ί­δρυ­ση του πρώ­του Ανώ­τε­ρου Δη­μο­τι­κού Παρ­θε­να­γω­γείου. Αν και στο Βό­λο, το δεύ­τε­ρο λι­μά­νι της τό­τε Ελλά­δας, δεν πραγ­μα­το­ποιή­θη­καν ε­κεί­νο το έ­τος μό­νο αυ­τές οι δυο και­νο­το­μίες, οι υ­πό­λοι­πες, ω­στό­σο, δεν εί­χαν α­ντί­στοι­χο πα­νελ­λή­νιο α­ντί­κτυ­πο.
Όπως και να έ­χει, το έ­τος 1908 στά­θη­κε κα­θο­ρι­στι­κό για την πό­λη, κά­τι σαν ο­ρό­ση­μο ε­νη­λι­κίω­σης. Γι’ αυ­τό και η περ­σι­νή ε­πέ­τειος των ε­κα­τό χρό­νων φαί­νε­ται πως ε­ορ­τά­στη­κε δεό­ντως. Συμ­με­τέ­χο­ντας η Εται­ρεία Θεσ­σα­λι­κών Ερευ­νών α­φιέ­ρω­σε τον 17ο τό­μο της πε­ριο­δι­κής της έκ­δο­σης στο Βό­λο του 1908, εκ­δί­δο­ντας ταυ­τό­χρο­να και δυο σχε­τι­κές με­λέ­τες. Όπως η Εται­ρεία Σπου­δών Νε­ο­ελ­λη­νι­κού Πο­λι­τι­σμού και Γε­νι­κής Παι­δείας διορ­γά­νω­σε η­με­ρί­δες με τον γε­νι­κό τίτ­λο «Εν έ­τει...» προς ε­ντρύ­φη­ση σε “ό­σα δεν μας λέει η με­γά­λη ι­στο­ρία”, έ­τσι και η Θεσ­σα­λι­κή Εται­ρεία κα­τήρ­τι­σε τρεις τό­μους το­πι­κής ι­στο­ρίας προς ε­μπλου­τι­σμό της ε­θνι­κής. Μό­νο που η πρώ­τη, με έ­δρα στα βό­ρεια προά­στια των Αθη­νών, με ό,τι κι αν α­σχο­λεί­ται, το έρ­γο της προ­βάλ­λε­ται στον Τύ­πο, ε­νώ οι εκ­δό­σεις της δεύ­τε­ρης περ­νά­νε στα ψι­λά, του­λά­χι­στον ό­σο α­φο­ρά τον α­θη­ναϊκό Τύ­πο.
Δια­φο­ρε­τι­κά ή­ταν ό­μως τα πράγ­μα­τα εν έ­τει 1908. Σύμ­φω­να με τη με­λέ­τη του Γιώρ­γου Κο­ντο­μή­τρου, το εν­δια­φέ­ρον της τό­τε ελ­λη­νι­κής πρω­τεύου­σας ει­δι­κά για το Βό­λο ή­ταν πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρο. Ο με­λε­τη­τής α­πο­δελ­τίω­σε τα δη­μο­σιεύ­μα­τα του α­θη­ναϊκού Τύ­που ε­κεί­νου του έ­τους, που α­φο­ρούν τον Βό­λο και την ευ­ρύ­τε­ρη πε­ριο­χή του. Συ­νο­λι­κά ε­ρεύ­νη­σε ε­πτά α­θη­ναϊκές ε­φη­με­ρί­δες (Σκρι­π, Εμπρός, Ακρό­πο­λις, Εστία, Και­ροί, Αλή­θεια, Νου­μάς) και τρεις το­πι­κές α­πό τις έ­ντε­κα που κυ­κλο­φο­ρού­σαν στο Βό­λο το 1908: την μα­κρό­βια «Θεσ­σα­λία», τον «Κή­ρυ­κα» του Δη­μο­σθέ­νη Κούρ­το­βικ και τον ο­λι­γό­χρο­νο «Εργά­τη» του Κων­στα­ντί­νου Ζά­χου. Με τα ευ­ρή­μα­τά του συ­ντάσ­σει έ­να πρω­τό­τυ­πο η­με­ρο­λό­γιο, χω­ρι­σμέ­νο σε δώ­δε­κα κε­φά­λαια, έ­να για κά­θε μή­να, στα ο­ποία και α­να­διη­γεί­ται ό­σα κα­τά η­με­ρο­λο­για­κή σει­ρά γε­γο­νό­τα έ­φθα­σαν να α­πα­σχο­λή­σουν τον Τύ­πο.
Πι­στεύου­με πως το βι­βλίο του Κο­ντο­μή­τρου έ­χει τις α­ρε­τές ε­νός ψυ­χα­γω­γι­κού α­να­γνώ­σμα­τος. Κα­τ’ αρ­χήν, έ­ναν ρο­μα­ντι­κό τίτ­λο, που έ­χει αν­τλη­θεί α­πό άρ­θρο του Πλά­τω­να Ρο­δο­κα­νά­κη στην «Ακρό­πο­λη». Και ύ­στε­ρα, μια στρω­τή α­φή­γη­ση, που γί­νε­ται γλα­φυ­ρή με την εύ­στο­χη ε­πι­λο­γή πα­ρα­θε­μά­των α­πό τα δη­μο­σιεύ­μα­τα. Ση­μα­ντι­κό α­τού της έκ­δο­σης εί­ναι η ει­κο­νο­γρά­φη­ση με αρ­χεια­κές φω­το­γρα­φίες και οι ε­κτε­νείς υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις. Ενώ, το ευ­ρε­τή­ριο κύ­ριων ο­νο­μά­των (ό­που θα έ­πρε­πε να α­να­φέ­ρο­νται α­νελ­λι­πώς τα μι­κρά ο­νό­μα­τα) βο­η­θά τον α­να­γνώ­στη με ει­δι­κά εν­δια­φέ­ρο­ντα. Ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο βο­η­θη­τι­κό θα α­πέ­βαι­νε έ­να θε­μα­τι­κό ευ­ρε­τή­ριο, για κά­ποιον που θα ή­θε­λε, λ.χ., να ε­νη­με­ρω­θεί για τον α­ντί­κτυ­πο στον Τύ­πο του Παρ­θε­να­γω­γείου ή ε­νός ο­ποιου­δή­πο­τε άλ­λου θέ­μα­τος. Εν ο­λί­γοις, μέ­νου­με με την ε­ντύ­πω­ση πως ο με­λε­τη­τής δεν α­να­δει­κνύει ό­σο θα μπο­ρού­σε το πο­λύ­τι­μο υ­λι­κό που εί­χε την υ­πο­μο­νή και ε­πι­μο­νή να συλ­λέ­ξει.
Η δεύ­τε­ρη με­λέ­τη, του Χα­ρά­λα­μπου Χα­ρί­του, σκια­γρα­φεί το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα στο Βό­λο α­πό το 1907, τη χρο­νιά που ι­δρύ­θη­κε ο Πα­νερ­γα­τι­κός Σύν­δε­σμος «Η Αδελ­φό­της», πρό­δρο­μο σω­μα­τείο του Εργα­τι­κού Κέ­ντρου, και εκ­δό­θη­κε η ε­φη­με­ρί­δα «Ο Εργά­της», μέ­χρι το 1918, έ­τος ί­δρυ­σης της ΓΣΕΕ. Πα­ρό­τι δεν συ­νι­στά έ­να και­νούρ­γιο κεί­με­νο, κα­θώς ο Χα­ρί­τος στη­ρί­χτη­κε σε συ­νο­λι­κά δώ­δε­κα πα­λαιό­τε­ρα κεί­με­νά του, α­πο­φεύ­γο­νται οι ε­πι­κα­λύ­ψεις και δί­νε­ται μια συ­νο­λι­κή ει­κό­να, ξε­κι­νώ­ντας α­πό την πό­λη του Βό­λου, που άρ­χι­σε να εμ­φα­νί­ζε­ται ως α­στι­κό κέ­ντρο κά­που στα μέ­σα της τέ­ταρ­της δε­κα­ε­τίας του 19ου αιώ­να. Σε έ­να ε­κτε­νές κε­φά­λαιο για τις α­παρ­χές του Εργα­τι­κού Κέ­ντρου Βό­λου, μνη­μο­νεύει τους πρω­τερ­γά­τες, εμ­μέ­νο­ντας σε μια φρά­ση του Ζά­χου: «Ου­δείς θα δυ­νη­θεί να ο­νο­μα­σθεί ι­δρυ­τής του Εργα­τι­κού Κέ­ντρου του Βό­λου, ού­τε οι συλ­λά­βο­ντες την ι­δέ­αν ερ­γά­ται, ού­τε ο Σα­ρά­τσης, ού­τε ο Μου­σού­ρης, ού­τε ε­γώ· το Εργα­τι­κό Κέ­ντρο του Βό­λου, το ί­δρυ­σεν η κοι­νω­νι­κή α­νά­γκη».
Ωστό­σο, αυ­τή η τριά­δα, των δυο δι­κη­γό­ρων, Σπύ­ρου Μου­σού­ρη και Κων­στα­ντί­νου Ζά­χου, και του για­τρού Δη­μή­τρη Σα­ρά­τση, υ­πήρ­ξε κα­θο­ρι­στι­κή στη δη­μιουρ­γία του Κέ­ντρου. Για τον Μου­σού­ρη γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ο Κούρ­το­βι­κ: «... ο­λί­γον ποιη­τής, φι­λό­σο­φος, συ­νο­μι­λών κα­θ’ ε­κά­στην με τους ερ­γά­τας τους έ­πει­θε ό­τι πρέ­πει ν’ α­να­πτυχ­θούν πνευ­μα­τι­κώς προς βελ­τίω­σιν της τύ­χης των...» Σε ι­διαί­τε­ρο κε­φά­λαιο πα­ρα­τί­θε­ται το πρώ­το Κα­τα­στα­τι­κό του Κέ­ντρου. Όσο για τα ε­γκαί­νια του Κέ­ντρου, έ­γι­ναν την Κυ­ρια­κή, 14 Δε­κεμ­βρίου 1908. Ο με­λε­τη­τής κα­τα­λή­γει, α­να­φέ­ρο­ντας τους Βο­λιώ­τες που συμ­με­τεί­χαν δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα στη συ­γκρό­τη­ση της ΓΣΕΕ και του ΣΕ­ΚΕ. Ενώ, σε έ­να τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο, α­να­φέ­ρε­ται στην τύ­χη κά­ποιων πο­λύ­τι­μων για το το­πι­κό ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα αρ­χείων, κυ­ρίως, ό­μως, στους λό­γους που δεν γρά­φτη­κε η ι­στο­ρία του Εργα­τι­κού Κέ­ντρου Βό­λου, πα­ρά τη συ­μπλή­ρω­ση ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δας α­πό την ί­δρυ­σή του. Ιδιαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει το κε­φά­λαιο σχε­τι­κά με τις μορ­φω­τι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες του Κέ­ντρου, ό­που σχο­λιά­ζε­ται ε­κτε­νώς η α­νά­γνω­ση του μο­νό­πρα­κτου δρά­μα­τος «Γή­ταυ­ρος» σε μια φι­λο­λο­γι­κή βρα­διά, που διορ­γα­νώ­θη­κε την Κυ­ρια­κή, 6 Φε­βρουα­ρίου 1911. Ήταν μια α­νά­γνω­ση που έ­μελ­λε να έ­χει βα­ριές συ­νέ­πειες, α­φού χρη­σι­μο­ποιή­θη­κε στο κα­τη­γο­ρη­τή­ριο κα­τά τη δί­κη των Αθεϊκών, που ο­δή­γη­σε στο κλεί­σι­μο του Παρ­θε­να­γω­γείου και α­νέ­κο­ψε τη λει­τουρ­γία του Κέ­ντρου. Συγ­γρα­φέ­ας του «Γή­ταυ­ρου» ή­ταν ο καρ­πε­νη­σιώ­τι­κης κα­τα­γω­γής Με­σο­λογ­γί­της συμ­βο­λαιο­γρά­φος Δη­μή­τρης Δη­μη­τριά­δης, γεν­νη­θείς το 1888 και α­πο­θα­νών την 1η Ια­νουα­ρίου 1958, που γρά­φτη­κε στις δέλ­τους της λο­γο­τε­χνίας ως Ρή­γας Γκόλ­φης. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, η περ­σι­νή δι­πλή ε­πέ­τειος αυ­τού του τό­σο ευαί­σθη­του λυ­ρι­κού ποιη­τή πέ­ρα­σε στα ψι­λά.
Με κεί­με­να των Κο­ντο­μή­τρου και Χα­ρί­του, α­πό­το­κα των βι­βλίων τους, α­νοί­γει ο α­φιε­ρω­μα­τι­κός τό­μος, ε­νώ για το Εργα­τι­κό Κέ­ντρο Βό­λου προ­βλέ­πε­ται και έ­να δεύ­τε­ρο κεί­με­νο του Σταύ­ρου Κα­τσού­ρα. Το ε­πό­με­νο κεί­με­νο α­φο­ρά τον Δι­κη­γο­ρι­κό Σύλ­λο­γο Βό­λου, που ι­δρύ­θη­κε πο­λύ νω­ρί­τε­ρα, σχε­δόν ταυ­τό­χρο­να με την προ­σάρ­τη­ση της Θεσ­σα­λίας στην Ελλά­δα. Ωστό­σο, ό­πως διευ­κρι­νί­ζει ο πρό­ε­δρος του Συλ­λό­γου και συγ­γρα­φέ­ας του κει­μέ­νου Ανα­στά­σιος Απ. Βο­λιώ­της, μό­λις στις 23 Δε­κεμ­βρίου 1908 υ­πο­γρά­φτη­κε το νο­μο­σχέ­διο για την ί­δρυ­ση Δι­κη­γο­ρι­κών Συλ­λό­γων ως Νο­μι­κών Προ­σώ­πων Δη­μο­σίου Δι­καίου, ο­πό­τε το 1908 εί­ναι το έ­τος που τα α­νά την Ελλά­δα σω­μα­τεία των δι­κη­γό­ρων προ­βι­βά­ζο­νται θε­σμι­κά. Ακο­λου­θεί το κεί­με­νο του Ρα­φαήλ Φρε­ζή για την ισ­ρα­η­λί­τι­κη κοι­νό­τη­τα Βό­λου, με ε­κτε­νή α­να­φο­ρά στην Εριουρ­γία «Λε­βιά­θα­ν-Μουρτ­ζού­κου», που ι­δρύ­θη­κε το 1908. Με τα ε­κλε­κτά γυ­ναι­κεία υ­φά­σμα­τα της εν λό­γω βιο­μη­χα­νίας ντύ­θη­καν πολ­λές Βο­λιώ­τισ­σες, ι­δίως ό­σες προέρ­χο­νταν α­πό λι­γό­τε­ρο ευ­κα­τά­στα­τες οι­κο­γέ­νειες και το βα­λά­ντιό τους δεν ε­παρ­κού­σε για πα­ρι­ζιά­νι­κες τουα­λέ­τες.
Το θέ­μα της αμ­φίε­σης των δε­σποι­νών και δε­σποι­νί­δων του Βό­λου και ό­χι μό­νο, ξε­κι­νώ­ντας α­πό τις α­παρ­χές της πό­λης και φθά­νο­ντας μέ­χρι το 1908, κα­λύ­πτει η Μη­λί­τσα Ζαρ­λή-Κα­ρα­θά­νου. Πο­λύ­πλευ­ρη η κοι­νω­νιο­λο­γι­κή με­λέ­τη της, διαν­θί­ζε­ται με εν­δια­φέ­ρου­σες λε­πτο­μέ­ρειες, κα­θώς προ­χω­ρά α­πό την αμ­φίε­ση στην κοι­νω­νι­κή τά­ξη, την ερ­γα­σία και την εκ­παί­δευ­ση. Λ.χ., θυ­μί­ζει πως σταθ­μός στο γυ­ναι­κείο χώ­ρο στά­θη­κε η ρα­πτο­μη­χα­νή, που προέ­κυ­ψε κα­τά την τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία του 19ου αιώ­να. Όπως, σή­με­ρα, ο πρω­θυ­πουρ­γός δω­ρί­ζει σε άρ­ρε­νες και θή­λεα η­λεκ­τρο­νι­κούς υ­πο­λο­γι­στές, τό­τε, η βα­σί­λισ­σα Όλγα μοί­ρα­ζε ρα­πτο­μη­χα­νές, αν και ε­κεί­νη πε­ριό­ρι­ζε το κου­βαρ­ντα­λί­κι της στα ά­πο­ρα κο­ρί­τσια. Όσο α­φο­ρά το ε­πε­τεια­κό έ­τος 1908, η Ζαρ­λή πα­ρου­σιά­ζει τις πρώ­τες συ­σπει­ρώ­σεις, ε­νώ­σεις και α­δελ­φό­τη­τες, μνη­μο­νεύο­ντας τις ε­πι­φα­νείς Βο­λιώ­τισ­σες, που εί­χαν αρ­χί­σει να αρ­θρο­γρα­φούν στα γυ­ναι­κεία έ­ντυ­πα της ε­πο­χής. Ερευ­νώ­ντας το βίο της γυ­ναί­κας μέ­σα στην το­πι­κή κοι­νω­νία, της δί­νε­ται η ευ­και­ρία να σχο­λιά­σει ευ­ρύ­τε­ρα και την πο­λι­τι­στι­κή ζωή της πό­λης, που, εν πολ­λοίς, α­που­σιά­ζει α­πό τον τό­μο. Εξαί­ρε­ση α­πο­τε­λεί η μου­σι­κή δια­σκέ­δα­ση, στην ο­ποία α­να­φέ­ρε­ται σε ι­διαί­τε­ρο άρ­θρο η Μα­ρία Σπα­νού. Κι αυ­τό λό­γω της Μου­σι­κής Εται­ρείας Βό­λου, που άν­θι­σε κα­τά την πρώ­τη δε­κα­ε­τία του 20ου αιώ­να.
Τον τό­μο συ­μπλη­ρώ­νουν το κεί­με­νο της Αί­γλης Δη­μό­γλου για το Βό­λο της πρώ­της τρια­κο­ντα­ε­τίας, 1881-1908, που θα έ­πρε­πε μάλ­λον να προ­τάσ­σε­ται, το κεί­με­νο των Από­στο­λου Ατσιά και Κο­ντο­μή­τρου για την το­πι­κή εκ­παί­δευ­ση και το κεί­με­νο της Βα­σι­λι­κής Αδρύ­μη-Σι­σμά­νη για το Αρχαιο­λο­γι­κό Μου­σείο Βό­λου, που συ­μπλη­ρώ­νει 100 χρό­νια λει­τουρ­γίας. Τέ­λος, δη­μο­σιεύο­νται και δυο κεί­με­να που α­φο­ρούν πε­ρι­στα­τι­κά, στα ο­ποία πρω­τα­γω­νί­στη­σε ο νεό­κο­πος τό­τε Μη­τρο­πο­λί­της Δη­μη­τριά­δος Γερ­μα­νός Μαυ­ρομ­μά­της. Το έ­να α­φο­ρά τη δι­κή με­τά το κλεί­σι­μο του Παρ­θε­να­γω­γείου, γνω­στή ως δί­κη των Αθεϊκών, που έ­γι­νε στο Πε­ντα­με­λές Εφε­τείο Ναυ­πλίου, το 1914, με κύ­ριους κα­τη­γο­ρού­με­νους τον Αλέ­ξαν­δρο Δελ­μού­ζο και τον Δη­μή­τρη Σα­ρά­τση, στον ο­ποίο α­νή­κε η πρω­το­βου­λία για την ί­δρυ­ση του Παρ­θε­να­γω­γείου. Το ό­λο ι­στο­ρι­κό της δι­κα­στι­κής πε­ρι­πέ­τειας υ­πο­γρά­φε­ται α­πό τον Γιάν­νη Μου­γο­γιάν­νη, ο ο­ποίος πα­ρα­θέ­τει σχό­λια των ε­φη­με­ρί­δων και α­νέκ­δο­τα κεί­με­να α­πό το Αρχείο Δελ­μού­ζου. Το δεύ­τε­ρο κεί­με­νο α­να­φέ­ρε­ται στις τα­ρα­χές που ξέ­σπα­σαν στη Σκιά­θο τον Δε­κέμ­βριο του 1908, με α­φορ­μή την θαυ­μα­τουρ­γή ει­κό­να της Πα­να­γίας Κου­νί­στρας, την ο­ποία, ο μεν Μη­τρο­πο­λί­της ζη­τού­σε να βγά­λει σε πε­ρι­φο­ρά για τη συ­γκέ­ντρω­ση χρη­μά­των προς α­νέ­γερ­ση Επι­σκο­πι­κού Οί­κου, ο δε σκια­θί­τι­κος λαός, με πρω­το­στά­τη τον Αλέ­ξαν­δρο Πα­πα­δια­μά­ντη, πα­ρέ­με­νε α­γω­νι­στι­κά α­νέν­δο­τος στη με­τα­κί­νη­σή της α­πό τον κα­θε­δρι­κό ναό των «Τριών Ιε­ραρ­χών». Ας υ­πεν­θυ­μί­σου­με ό­τι μπρος στη λαϊκή ορ­γή ο Μη­τρο­πο­λί­της α­να­δι­πλώ­θη­κε και την “έ­κα­νε” νύ­χτα. Επι­βι­βά­στη­κε σε βάρ­κα κι έ­φυ­γε λά­θρα α­πό τη Σκιά­θο. Το χρο­νι­κό του μάλ­λον ά­γνω­στου αυ­τού εκ­κλη­σια­στι­κού συμ­βά­ντος το υ­πο­γρά­φει ο Δη­μή­τρης Τσι­λι­βί­δης, ο ο­ποίος στη­ρί­ζε­ται βι­βλιο­γρα­φι­κά σε ό­σα σχε­τι­κά γρά­φει ο πρώ­τος συ­στη­μα­τι­κός με­λε­τη­τής του σκια­θί­τη διη­γη­μα­το­γρά­φου, ο Γεώρ­γιος Βα­λέ­τας.
Συ­νο­ψί­ζο­ντας, το βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των κει­μέ­νων του τό­μου εί­ναι πως, ε­νώ α­να­δει­κνύουν συ­γκε­κρι­μέ­νες πτυ­χές του αλ­λο­τι­νού Βό­λου, κα­τορ­θώ­νουν να δώ­σουν μια γε­νι­κό­τε­ρη ει­κό­να της πό­λης και της ευ­ρύ­τε­ρης πε­ριο­χής της Μα­γνη­σίας. Και, λί­γο-πο­λύ, ο­λό­κλη­ρης της Ελλά­δος εν έ­τει 1908.