
Μετά το μυστηριώδη θάνατο του άντρα της -που υπήρξε παιδικός της φίλος - η Βικτόρια, νεαρή και όμορφη χήρα, φεύγει από την Αγγλία και πηγαίνει στην Κέρκυρα, στο σπίτι της αγαπημένης Ελληνίδας γιαγιάς της, για να επουλώσει τις πληγές της και να βρει απαντήσεις στα ερωτήματα που τη βασανίζουν. Παίρνει μαζί και τον εξάχρονο γιο της, παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειας του άντρα της. Εκεί θα γνωρίσει τον Πάτρικ, φωτογράφο και πατέρα τριών παιδιών, που αντιμετωπίζει προβλήματα στο γάμο του κι ετοιμάζει ένα λεύκωμα για τα πιο όμορφα παραδοσιακά σπίτια της Ευρώπης.

Όλοι τον ξέρουν ως Μπράβο. Δουλεύει με γυναίκες. Τις πουλάει. Το εμπόρευμα πρώτης ποιότητας και ο πλασιέ άκρως διακριτικός – όπως όλοι όσοι έχουν κάποιο κρυμμένο μυστικό. Το δικό του; Μια ιδιάζουσα αναπηρία, μια τιμωρία που του επιβλήθηκε για ένα παλιό παραστράτημα. Για κείνον η δουλειά του είναι μια τίμια δουλειά: τα κορίτσια κερδίζουν ένα σωρό λεφτά, οι πελάτες μένουν πάντα ικανοποιημένοι. Άλλωστε ο Μπράβο δεν κάνει τίποτε άλλο από το να φέρνει σε επαφή τη ζήτηση με την προσφορά. Η ζήτηση προϋποθέτει κάποιο αντίτιμο. Η προσφορά γίνεται ενίοτε αφιλοκερδώς…
«Μ’ εσένα θα πήγαινα και τζάμπα», θα του πει κάποια ξημερώματα η Κάρλα. Αυτές οι λέξεις θα κάνουν για δεύτερη φορά κομμάτια τη ζωή του Μπράβο, ξυπνώντας επιθυμίες που τις πίστευε νεκρές από καιρό. Θα τον παρασύρουν σε μια εφιαλτική περιπέτεια, σ’ έναν κόσμο τόσο τρομαχτικό που κάνει τις δικές του σκοτεινές δοσοληψίες να φαντάζουν αθώα παιχνίδια.
Αντιμέτωπος με την αστυνομία και το οργανωμένο έγκλημα, τις μυστικές υπηρεσίες και τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, ο Μπράβο μπορεί να υπολογίζει μόνο στον εαυτό του για να σωθεί. Και πρέπει να μάθει πως καμιά φορά τα φαινόμενα απατούν. Καμιά φορά οι αφιλοκερδείς προσφορές σε αναγκάζουν να πληρώσεις το ακριβότερο τίμημα. Καμιά φορά μόνο οι βλάκες και οι αθώοι δεν έχουν άλλοθι.

Η ομορφιά κι η χάρη της δεκατετράχρονης Χαζράτ Μαχάλ την οδηγούν στο παλάτι του βασιλιά του Αούντ, του πλουσιότερου κράτους των Ινδιών. Εκεί, χάρη στην εξυπνάδα της, γίνεται τέταρτη γυναίκα του.
Το 1856 η Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, που αποφασίζει για την τύχη του μεγαλύτερου μέρους της χώρας, διεισδύει στην «πόλη του χρυσού και του ασημιού», το Λούκναου, την πρωτεύουσα του βασιλείου. Ο βασιλιάς εξορίζεται, ο λαός εξεγείρεται, και η Χαζράτ Μαχάλ, με την υποστήριξη του τολμηρού κι αδάμαστου ράτζα Τζάι Λαλ, γίνεται η ψυχή της επανάστασης, που, έναν αιώνα αργότερα, θα καταλήξει στην ανεξαρτησία της Ινδίας, υπό την ηγεσία του Γκάντι.
Η Πόλη του χρυσού και του ασημιού, μια τεράστια ιστορική τοιχογραφία όπου απεικονίζεται ο φλογερός έρωτας της Χαζράτ Μαχάλ και του Τζάι Λαλ, αφηγείται τη ζωή μιας ηρωικής κι αγνοημένης γυναίκας, που, πρώτη αυτή, άνοιξε τον δρόμο για την απελευθέρωση της Ινδίας.

Το μυθιστόρημα καλύπτει τη ζωή τριών γενιών μιας οικογένειας από τις αρχές του αιώνα, τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του σουλτάνου Αμπντουλχαμίτ, μέχρι τις μέρες μας.
Ο Τζεβντέτ μπέη είναι ιδιοκτήτης μικρού εμπορικού καταστήματος κι ένας από τους πρώτους Μουσουλμάνους εμπόρους, που στόχος και φιλοδοξία του είναι να γίνει πλούσιος και να αποκτήσει μια σύγχρονη οικογένεια "Δυτικού" τύπου και νοοτροπίας. Η ιστορία του Τζεβντέτ μπέη και των γιων του είναι, κατά μία έννοια, και η ιστορία της ιδιωτικής ζωής τα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Στο πανοραμικό αυτό μυθιστόρημα, περιγράφονται τα εσωτερικά των σπιτιών, ο καινούργιος τρόπος ζωής στις πολυκατοικίες, οι ισχυρές, εκδυτικισμένες οικογένειες, τα κυριακάτικα απογεύματα γύρω από το ραδιόφωνο, οι βόλτες για ψώνια στα μαγαζιά στο Μπέγιογλου, οι αγάπες και τα πάθη της ανερχόμενης αστικής τάξης της τουρκικής κοινωνίας.
Στα σαράντα μου χρόνια, εγώ, η Σαριτέ Σεντέγια, έχω σταθεί πιο τυχερή από τις άλλες σκλάβες. Θα ζήσω πολλά χρόνια και τα γηρατειά μου θα είν' ευτυχισμένα, γιατί το άστρο μου "το ζ' έτουάλ" λάμπει ακόμα κι όταν η νύχτα είναι συννεφιασμένη. Έχω την τύχη να είμαι με τον εκλεκτό της καρδιάς μου όταν τα δυνατά του χέρια μού ξυπνάνε τη σάρκα. Απέκτησα τέσσερα παιδιά κι ένα εγγόνι, και όσα απ' αυτά είναι ζωντανά, είν' ελεύθερα. Η πρώτη μου ευτυχισμένη ανάμνηση είναι απ' την εποχή που ήμουν ακόμα ένα κοκαλιάρικο κι άγουρο κοριτσάκι και το σώμα μου λικνιζόταν στον ήχο των τυμπάνων. Το ίδιο και η πιο πρόσφατη ευτυχισμένη μου στιγμή, γιατί χτες τη νύχτα ήμουν στην Πλατεία του Κονγκό και χόρευα χωρίς καμιά έγνοια στο μυαλό, και σήμερα το σώμα μου είναι ζεστό και κουρασμένο».

να βιβλίο βαθιά συναισθηματικό και ταυτόχρονα γραμμένο με το ειρωνικό και παθιασμένο ύφος τής Ιζαμπέλ Αλιέντε, όπου κάνει έναν απολογισμό της ζωής της σαν γυναίκα και συγγραφέας.
Στις σελίδες αυτού του βιβλίου η Αλιέντε διηγείται με ειλικρίνεια την πρόσφατη ιστορία της ζωής της και της ιδιόρρυθμης οικογένειάς της στην Καλιφόρνια, σ' ένα σπίτι ανοιχτό, γεμάτο αληθινά αλλά και λογοτεχνικά πρόσωπα, που προστατεύεται από ένα πνεύμα: χαμένες κόρες, εγγόνια και βιβλία που γεννιούνται, εξορίες και βάσανα, ένα ταξίδι στον κόσμο των εξαρτήσεων κι άλλα ταξίδια σε μέρη μακρινά, σε αναζήτηση έμπνευσης, παρ' ολίγον διαζύγια, συναντήσεις, έρωτες, χωρισμοί, κρίσεις στα ζευγάρια και συμφιλιώσεις.
Το βιβλίο αυτό είναι επίσης μια ιστορία αγάπης ανάμεσα σ' έναν άντρα και μια γυναίκα, δυο ώριμους ανθρώπους, που πέρασαν μαζί πολλές φουρτούνες χωρίς να χάσουν ούτε το χιούμορ ούτε το πάθος τους, καθώς και η ιστορία μιας σύγχρονης οικογένειας, διχασμένης από τσακωμούς κι ενωμένης, παρ' όλ' αυτά, απ' την αγάπη και την αποφασιστικότητά της να τραβήξει μπροστά. Είναι η οικογένεια που γνωρίσαμε στην Πάουλα και κατάγεται από τους ήρωες του βιβλίου Το σπίτι των πνευμάτων.
«Παρ' όλο που είμαι Χιλιανή, γεννήθηκα συμπτωματικά στη Λίμα. Είχα έναν πατέρα που εξαφανίστηκε χωρίς ν' αφήσει αναμνήσεις. Η μητέρα μου ήταν ο φάρος της ζωής μου... ίσως γι' αυτό μου είναι πιο εύκολο να γράφω για γυναίκες. Εκείνη μου έδωσε, σε μια ηλικία που τα άλλα κοριτσάκια παίζουν με τις κούκλες, ένα τετράδιο για να καταγράφω τη ζωή, σπέρνοντας έτσι το σπόρο που τριάντα χρόνια αργότερα θα μ' έκανε να εισβάλω στη λογοτεχνία».

Η γάτα του Τόρου Οκάντα εξαφανίζεται κι αυτό αναστατώνει τη γυναίκα του, που γίνεται όλο και πιο απόμακρη. Ύστερα αρχίζει μια σειρά από μυστηριώδη τηλεφωνήματα.
Και καθώς ξετυλίγεται αυτή η συναρπαστική ιστορία, η απλή, μετρημένη και κάπως ανιαρή ζωή του Οκάντα (ο οποίος μαγειρεύει, διαβάζει, ακούει τζαζ και όπερα και πίνει μπίρα στο τραπέζι της κουζίνας του) έρχεται τα πάνω κάτω, και ξεκινάει ένα αλλόκοτο ταξίδι με αφανείς οδηγούς διάφορους παράξενους ανθρώπους, που ο καθένας έχει να διηγηθεί και μια ιστορία.
Ο Μουρακάμι γράφει για τη σύγχρονη Ιαπωνία και το σημερινό κόσμο, για την αποξένωση στις πόλεις και τα ταξίδια αυτογνωσίας, και σ' αυτό το βιβλίο, συνδυάζοντας αναμνήσεις από τον πόλεμο με μεταφυσικές ανησυχίες, όνειρα και παραισθήσεις, υφαίνει ένα ολόκληρο σύμπαν ασύλληπτης κι απατηλής ομορφιάς.

Ένα βιβλίο με άφθονο γέλιο, αλλά και βαθύ κοινωνικό υπόβαθρο: Πίσω από την εφιαλτική γραφειοκρατία για την παραχώρηση μιας τηλεφωνικής γραμμής κρύβονται καταχρήσεις, σκανδαλώδεις εύνοιες, διασπάθιση του δημόσιου χρήματος, ξεδιάντροπες πελατειακές σχέσεις πολιτικών και ψηφοφόρων, εκλογικά τερτίπια, ερωτικές βρομοδουλειές...
«Την άνοιξη του 1995 βρήκα στο σπίτι, ανάμεσα σε παλιά χαρτιά, ένα υπουργικό διάταγμα για την παραχώρηση μιας προσωπικής τηλεφωνικής γραμμής», αναφέρει ο Αντρέα Καμιλλέρι. «Το έγγραφο συνεπαγόταν ένα τόσο πυκνό δίκτυο γραφειοκρατικών και διοικητικών διατυπώσεων, ώστε ένιωσα αμέσως την επιθυμία να γράψω μια φανταστική ιστορία πάνω σ' αυτό το θέμα».
Με βάση τα πραγματικά αυτά γεγονότα, από τη φαντασία και την εκπληκτική σατιρική πένα του διάσημου Ιταλού συγγραφέα βγήκε ένα ακόμα τρισχαριτωμένο μυθιστόρημα, από τα καλύτερά του, που έχει ήδη μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
«Αλλά το κατάλευκο λουλούδι θα γίνει κατάμαυρο, κι εσύ, κοκκινομάλλα Έλεν, θα πρέπει να λιώσεις τα πέταλά του μέσα στη χούφτα σου...».
Μ' αυτά τα λόγια, που ψιθύρισε η μάγισσα στην Έλεν Ρούα Ο'Μάλλεϋ, αρχίζει μια τρομερή μα και συγκινητική ιστορία: η μάχη για επιβίωση μιας νέας γυναίκας με φόντο το Μεγάλο Λιμό της Ιρλανδίας και τον τύφο που σάρωσαν τη χώρα, αφήνοντας ένα εκατομμύριο νεκρούς και διώχνοντας στην ξενιτιά άλλο ένα εκατομμύριο, μιας Ιρλανδίας μοιρασμένης ανάμεσα σε πλούτο και αποτρόπαιη φτώχεια.
Από την Ιρλανδία στην Αυστραλία και από εκεί στην Αμερική, η ιστορία της Έλεν είναι η τρυφερή ιστορία ενός έρωτα και ένας ύμνος στη μητρική αφοσίωση, μα πάνω απ' όλα ο θρίαμβος του ανθρώπου ενάντια στις φουρτούνες της ζωής.

Η Φλόρα έστρεψε ελαφρά το βλέμμα και περιεργάστηκε την εικόνα της άλλης κοπέλας στον απέναντι καθρέφτη. Γύρισε τα μάτια της αλλού. Και πάλι πίσω, τόσο απότομα που τα μαλλιά της τής χτύπησαν το μάγουλο. Έβλεπε τον εαυτό της. Αλλά δεν μπορεί να ήταν ο εαυτός της, γιατί τώρα υπήρχαν δύο είδωλα στον καθρέφτη.
Η Φλόρα και η Ρόουζ ήταν δίδυμες, αλλά δεν ήξεραν η μια την ύπαρξη της άλλης. Η Ρόουζ είχε μεγαλώσει με τη μητέρα της σ' ένα επιπόλαιο, κοσμοπολίτικο περιβάλλον. Η Φλόρα είχε περάσει τα παιδικά της χρόνια με τον πατέρα της, σε μια γαλήνια, πανέμορφη γωνιά των ακτών της Κορνουάλης.
Μια μέρα συναντήθηκαν τυχαία και η Φλόρα, για να βοηθήσει τη Ρόουζ που βρισκόταν σε συναισθηματικό αδιέξοδο, δέχτηκε να παίξει το ρόλο της αδελφής της. Και ο κόσμος γύρισε ανάποδα...

Με το έργο Ψάχνοντας για κοχύλια αναβιώνει το μεγάλο οικογενειακό μυθιστόρημα. Απολαυστικό, χάρη στις παραδοσιακές αξίες του. Σημαντικό, γιατί τους χαρακτήρες που περιγράφονται σ' αυτό θα τους αναγνωρίσετε, θα τους αγαπήσετε και θα τους θυμάστε σε όλη τη ζωή σας.
Tο βιβλίο της Πενέλοπε, έτσι θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς αυτό το πολυπρόσωπο μυθιστόρημα.
Είναι η ιστορία μιας γυναίκας συνηθισμένης, όμως αυτό ακριβώς της δίνει την ιδιαίτερη δύναμη και αξία της. Η Πενέλοπε ήταν τυχερή γιατί είχε γονείς που τη λάτρευαν. Ήταν τυχερή γιατί βρήκε αργότερα μια μεγάλη κι αληθινή αγάπη, αλλά και πάλι άτυχη για τα προβλήματα και τις τραγωδίες που της προκάλεσε.
Απέκτησε τρία παιδιά και τα κράτησε στην αγκαλιά της νιώθοντας τυχερή κι ευτυχισμένη. Αλλά, όπως πολλές μητέρες, με τον καιρό άλλαξε λίγο-πολύ γνώμη και γι' αυτό...
Γύρω από την Πενέλοπε η ζωή σφύζει λες και μας παρουσιάζει η ίδια σ' ένα φωτογραφικό άλμπουμ τα πρόσωπα που γνώρισε κι αγάπησε. «Αν οι ιστορίες μου δεν έχουν ευτυχισμένο τέλος, έχουν πάντα ένα ελπιδοφόρο τέλος. Η ζωή είναι μια σειρά από προβλήματα και αποφάσεις, και το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να το καταλάβουμε καλά αυτό», γράφει η Ρόζαμουντ Πίλτσερ, εκφράζοντας έτσι και το πιστεύω της Πενέλοπε.

Θα μπορούσε να είναι παραμύθι, αλλά είναι μια αληθινή ιστορία, που αρχίζει το 1918 στην Κωνσταντινούπολη. «Είναι η ιστορία της μητέρας μου, της πριγκίπισσας, Σέλμα, που γεννήθηκε σ' ένα παλάτι της Ισταμπούλ», γράφει η συγγραφέας. «Θέλησα να καταλάβω ποια ήταν η μητέρα μου. Ρωτώντας όσους τη γνώρισαν, ανατρέχοντας σε ιστορικά βιβλία, στις εφημερίδες της εποχής και στα διάσπαρτα αρχεία της οικογένειας, προσπάθησα να αναπαραστήσω τα διάφορα πλαίσια της ζωής της και να ξαναζήσω ό,τι έζησε. Τελικά, για να την πλησιάσω ακόμα περισσότερο, για να την ξαναβρώ, εμπιστεύθηκα τη διαίσθηση και τη φαντασία μου».
Σπάνια ένα βιβλίο συνδυάζει τόσο άμεσα την καρδιά με την Ιστορία. Η Κενιζέ Μουράτ κατορθώνει να δώσει απίθανη ζωντάνια και αμεσότητα στους ήρωές της, δημιουργώντας μορφές δυνατές και βαθιά συγκινητικές.

Πολλοί πιστεύουν πως το μίσος μέσα σου για κάποιον, δεν μπορεί να τον αγγίξει. Κατατρώει μόνο εσένα τον ίδιο.
Η μικρή, γλυκιά Μαργαρίτα από τα δώδεκα της μεγάλωνε μαθαίνοντας να μισεί τον παιδικό της φίλο και τη μάνα του. Ο πατέρας της τροφοδοτούσε την αθώα παιδική της ψυχή με το συναίσθημα αυτό, σταλάζοντας σταγόνα-σταγόνα το δηλητήριο του, βασισμένος στην αγάπη που του έτρεφε η κόρη του και την τυφλή της εμπιστοσύνη στο άτομο του. Και η Μαργαρίτα θυσίασε όνειρα και μέλλον γι' αυτή την εμπιστοσύνη, γιγαντώνοντας μέσα της το μίσος και τη δίψα για εκδίκηση για τους ανθρώπους που της υπέδειξε.
Με ολέθριες συνέπειες για την οικογένεια του παιδικού της φίλου. Όταν μαθαίνει την αλήθεια, είκοσι χρόνια μετά, θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να επανορθώσει για ότι προκάλεσε το παρόλογο και άδικο συναίσθημα που κυριαρχούσε μέσα της τόσα χρόνια.
Αλλά έπρεπε να πληρώσει. Θα άντεχε το τίμημα της εξιλέωσης;
Ο Μάικλ γεννήθηκε στη Νιγηρία από λευκό, Έλληνα πατέρα και μαύρη μητέρα. Τα παιδιά στο σχολείο τον φώναξαν παλιομιγά, αυτό όμως δεν τον πολυπείραξε όσο είχε δίπλα τον πατέρα του, που με την αγάπη του τού έδινε δύναμη και σιγουριά.
Όταν όμως ο πατέρας του εξαφανίζεται κι ο Μάικλ αρχίζει απεγνωσμένα να τον αναζητεί, χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Θα τα καταφέρει ωστόσο να ορθοποδήσει και θα εξελιχθεί σε ένα γοητευτικό άντρα και σπουδαίο επιστήμονα. Και τότε θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί τη Μέλα, με απρόβλεπτες συνέπειες για τη ζωή του...
Η ερωτική σχέση της Ερατώς και του Αντρέα είναι εξαρχής αδιέξοδη. Τα γεγονότα που μεσολάβησαν ανάμεσά τους είναι τραγικά και τα εμπόδια που υπάρχουν φαντάζουν ανυπέρβλητα τείχη. Ο Αντρέας προσπαθεί να κερδίσει τη χαμένη πίστη και την αγάπη της Ερατώς χρησιμοποιώντας λάθος τρόπους. Αυτή πάλι φοβάται να παραδεχτεί τα αισθήματά της κι αποφασίζει ξαφνικά να κάνει ένα μεγάλο βήμα, μια μεγάλη ανατροπή, που επηρεάζει τη ζωή όλων τους. Φεύγει κι αφήνει πίσω της όλα αυτά που την πληγώνουν και δεν θέλει να τα θυμάται.
Η Θάλεια, φίλη της και αδελφή του Αντρέα, προσπαθεί να βοηθήσει, χωρίς οι προσπάθειές της να έχουν κάποιο αποτέλεσμα. Αντιμετωπίζει κι αυτή έντονες καταστάσεις στη σχέση της με τον Πέτρο, αλλά η μεγάλη αγάπη που τους δένει τους κρατά ενωμένους μέχρι την τελική δικαίωση.
Κρυμμένα μυστικά, έρωτες, λάθη, ψέματα, μίσος και... θάνατος. Δρόμοι που χωρίζουν και διασταυρώνονται ξανά, αγάπες που αντέχουν στο χρόνο και δικαιώνονται.

Όταν ήταν παιδί η Τζούλια είχε περάσει πολλά ωραία παιδικά χρόνια στο κτήμα του Γούρτον Παρκ, όπου ο παππούς της φρόντιζε το θερμοκήπιο με τα εξωτικά λουλούδια.
Το κτήμα και το αρχοντικό του το έχει πρόσφατα κληρονομήσει ο χαρισματικός Κιτ Κρόφορντ, κι εκεί η Τζούλια ζητάει παρηγοριά όταν μια καταιγίδα διαλύει την οικογένειά της.
Τότε, μέσα από τα απομεινάρια της ζωής του παππού της βγαίνει στο φως ένα παλιό ημερολόγιο.
Σε ποιον ανήκε; Και γιατί ο παππούς της το κρατούσε κρυμμένο τόσα χρόνια;
Η μόνη που ξέρει την αλήθεια είναι η γιαγιά της. Η παραμυθένια ιστορία της θα μεταφέρει τους δύο νέους πίσω στη δεκαετία του ’40 και θα τους ταξιδέψει από τη Βρετανία στην εξωτική Ταϋλάνδη, από το κοσμοπολίτικο Λονδίνο στα παζάρια της Μπανγκόκ, από τη γαλήνια ζωή στα πλούσια αρχοντικά της Αγγλίας στη δίνη ενός πολέμου, που μαζί με τον έρωτα σημάδεψαν δραματικά τη μοίρα δύο οικογενειών.

Ένα εγκαταλειμμένο παιδί...
Τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ένα κοριτσάκι, η Νελ, βρίσκεται εγκαταλειμμένο σ' ένα πλοίο για την Αυστραλία. Μια μυστηριώδης γυναίκα, η Συγγραφέας, που υποσχέθηκε να την προσέχει, εξαφανίστηκε χωρίς ν' αφήσει ίχνη.
Ένα τρομερό μυστικό...
Το βράδυ των γενεθλίων της, όταν έκλεισε τα είκοσι ένα, η Νελ μαθαίνει ένα μυστικό που θ' αλλάξει τη ζωή της για πάντα. Πολύ αργότερα, ξεκινάει ένα ταξίδι για να βρει την αλήθεια, που την οδηγεί στις ανεμοδαρμένες ακτές της Κορνουάλης και σ' ένα αρχοντικό που ανήκε κάποτε στην αριστοκρατική οικογένεια Μαουντράσετ.
Μια μυστηριώδης κληρονομιά...
Όταν πεθαίνει η Νελ, η εγγονή της η Κασσάνδρα δέχεται μια απροσδόκητη κληρονομιά. Το Κλιφ Κότατζ κι ο ξεχασμένος του κήπος είναι περιβόητα στους ντόπιους της Κορνουάλης για τα μυστικά που κρύβουν. Μυστικά για την καταραμένη οικογένεια Μαουντράσετ και την προστατευόμενή τους Ελάιζα, μια συγγραφέα σκοτεινών βικτοριανών παραμυθιών. Εκεί η Κασσάνδρα θ' ανακαλύψει τελικά την αλήθεια για την οικογένεια Μαουντράσετ και θα λύσει το παλιό μυστικό ενός μικρού εγκαταλειμμένου παιδιού.

«Βγήκα στη βεράντα και κοίταξα με απέραντη λύπη και βλέμμα άδειο τα απομεινάρια της πρώτης επετείου του γάμου μας, αυτής που ήθελα να γιορτάσω με πανηγυρικό τρόπο. Πιάτα στο χρώμα της λεβάντας, ποτήρια, μαχαιροπίρουνα ανακατεμένα με πράσινες χαρτοπετσέτες και κόκκινα τριαντάφυλλα, κι ένα αεράκι γλυκό, θαλασσινό, ανακατεμένο με άρωμα καλοκαιριάτικων λουλουδιών, να έρχεται σαν νυχτερινός εραστής και να με αγκαλιάζει σφιχτά. Ήταν κι εκείνο το ζεστό χέρι του Βασίλη που έσφιξε για μια στιγμή το δικό μου κάτω από το χάρτινο τραπεζομάντιλο και μου άνοιξε ένα παράθυρο σε μια γνώση που μέχρι τότε δεν είχα, τη γνώση ότι πάντα γύρω μου υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι, κι άλλοι άντρες που το άγγιγμά τους άφηνε μια γλυκιά ζεστασιά και θα μπορούσα ίσως να τους αγαπήσω και να με αγαπήσουν, άσχετα αν εγώ δεν τους είχα δει ποτέ μέχρι τότε».
Όταν ο γάμος γίνεται στόχος ζωής, η μόνη λύτρωση είναι ο χωρισμός.