Η Μάρθα, αρχαιολόγος, απολαμβάνει μια ενδιαφέρουσα δουλειά στο Παρίσι και μια ισορροπημένη σχέση. Ο θάνατος του αδελφού της και της νύφης της θα την αναγκάσει να εγκαταλείψει τα πάντα και να γυρίσει στην Ελλάδα. Ο μεγαλύτερος σκόπελος που θα κληθεί να ξεπεράσει είναι το ίδιο της το παρελθόν, στο πρόσωπο του παιδικού της φίλου, του Δημήτρη.
O Δημήτρης, γόνος πλούσιας οικογένειας πολιτευτών, ζει μόνιμα στο οικογενειακό κτήμα της Λακωνίας. Μέχρι τώρα, το μεγαλύτερο αγκάθι στην άνετη ζωή του ήταν να πείσει τους γύρω του ότι δεν τον ενδιαφέρει ν’ ασχοληθεί με την πολιτική· ούτε που φαντάζεται λοιπόν την τρικυμία που θα σηκώσει η επανεμφάνιση της Μάρθας και η ακατανόητα εχθρική στάση της απέναντί του.
Γύρω από αυτούς, άλλα πρόσωπα ζουν τις μικρές και μεγάλες ιστορίες τους. Η ανιψιά της Μάρθας, η Αντιγόνη. Ο ξάδελφός της και πρώην τρόφιμος φυλακών, ο Άγης. Η μητριά του Δημήτρη, η Αλίκη. Ο αδελφός του, ο Αχιλλέας. Η νεαρή δασκάλα Ιωάννα.
Μέσα σ’ ένα καλοκαίρι, τρεις ερωτικές ιστορίες θα πλεχθούν κάτω από τον ήλιο. Τρία ζευγάρια θα συναντηθούν, θα ενωθούν και θα συγκρουστούν με πάθος. Και οι λίγοι αυτοί μήνες θα σημαδέψουν για πάντα τη ζωή τους.
Μάγια και Αντιγόνη... Δύο γυναίκες σε τραγικά αδιέξοδα. Δύο γυναίκες αντιμέτωπες με αμείλικτα διλήμματα. Δημήτρης, Ηρακλής, Φίλιππος, Αποστόλης... Κάποιοι ξέρουν να αγαπούν πραγματικά και κάποιοι άλλοι είναι προδότες. Ένας μικρόκοσμος τόσο δικός μας, ζωές σχεδόν παράλληλες με την καθημερινότητά μας...
Τι έκανε τη Μάγια να νιώσει προδομένη, να πνίξει βαθιά μέσα της τον μεγαλειώδη έρωτα που ζούσε με τον Δημήτρη και να χτίσει με λάθος υλικά τη ζωή της; Πώς θα αντιμετωπίσει τώρα την υποψία ότι εκείνος μπορεί να ήταν αθώος; Πώς κατέληξε η Αντιγόνη να συνδέσει το μέλλον της με έναν άντρα βίαιο που την ανάγκασε να φύγει από τον τόπο της κυνηγημένη, αφήνοντας πίσω της όνειρα και σταδιοδρομία; Πώς θα αντιδράσει τώρα που κινδυνεύει κυριολεκτικά η ζωή της; Τελικά είναι ο έρωτας λυτρωτής ή μήπως κάποιες φορές γίνεται τραχύς και βίαιος δυνάστης;
Ένα μυθιστόρημα που θα σας κάνει να βυθιστείτε στα πάθη της ανθρώπινης ψυχής και να νιώσετε την ανάταση του έρωτα, της ανυπόκριτης αγάπης και της φιλίας, αλλά και την προδοσία, τον εγωισμό και τη βία που συχνά αποτελούν τους μικρούς και μεγάλους δυνάστες της ζωής μας.
Ήταν δέκα ετών η Αλέκα όταν ανακάλυψε την καρτέλα της στην παιδόπολη Καβάλας. Επίθετο δίπλα στο όνομά της δεν υπήρχε. Υπήρχε όμως η λέξη «νόθο» να χαρακτηρίζει την ίδια, και η άγνωστη λέξη «ιερόδουλος» για τη μητέρα της. Εκείνη έχει αφήσει την Αλέκα, έξι χρόνων παιδί, στην παιδόπολη, χωρίς να δώσει ξανά σημεία ζωής, παρά πολλά χρόνια αργότερα. Η Αλέκα πέρασε όλη της τη ζωή παλεύοντας ν’αποδείξει ότι από αγκάθι βγαίνει ρόδο. Όσο κι αν την πλήγωσαν, όσο κι αν την απέρριψαν, εκείνη είχε πάντα μια χρυσή καρδιά γεμάτη αγάπη για όλους. Ο πατέρας που δε γνώρισε ζούσε πάντα μέσα στην ψυχή της, μαζί με τη λαχτάρα της κάποτε να τον συναντήσει.
Ένας αέναος αγώνας επιβίωσης, με συνταρακτικές αλήθειες ζωής στα χρόνια μιας πληγωμένης Ελλάδας. Η Αλέκα, μέσα σε αντίξοες συνθήκες, μέσα σε φτώχεια, μοναξιά, εγκατάλειψη και κάθε είδους δυσκολίες, θα παλέψει να επιβιώσει και να πραγματοποιήσει όλα της τα όνειρα· ανάμεσα σε αυτά, να ξαναβρεί τον πατέρα της.
Όλοι όσοι τη γνώρισαν την ίδια κουβέντα είχαν να πουν γι’ αυτήν: η Αλέκα δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Ήταν ένας άγγελος που έπεσε στη Γη κατά λάθος, μια γυναίκα που ήξερε μόνο να αγαπάει…
Το ποδοβολητό πίσω της δυνάμωνε. Έφτανε στ’ αυτιά της απειλητικό, επίμονο. Τα βαριά άρβυλα άφηναν έναν οξύ ήχο καθώς χτυπούσαν πάνω στις πέτρες, στο καλντερίμι. Κάπου κάπου ξεχώριζε τις βρισιές που συνόδευαν το θόρυβο και οι απειλές τής πάγωναν το αίμα… Κάποιο λουκέτο ακούστηκε να μπαίνει στη θέση του και να κλειδώνει. Απέναντι ένα μάνταλο έπεσε βαρύ και σφάλισε μια πόρτα. Το χωριό θα έκλεινε τα μάτια σε ό,τι κι αν γινόταν! Πάσχισε να βρει κάπου να κρυφτεί μα η κοιλιά, που μόλις άρχισε να διαγράφεται, και ο σάκος που είχε κρεμασμένο στον ώμο την εμπόδιζαν.
H Αγγελική καταδιώχτηκε, πόνεσε, πείνασε για να φέρει στον κόσμο μια πολύτιμη ζωή. Μια κρίσιμη στιγμή, μια αθώα αλλά άτυχη κίνηση και μια εξήγηση που δόθηκε πολύ αργά, από φόβο, θα σταθούν μοιραίες για τη σχέση μητέρας και παιδιού.
Μια αλλόκοτη σχέση αγάπης και μίσους ανάμεσα σε μάνα και γιο με ολέθρια αποτελέσματα!
Μπορεί, άραγε, ο χρόνος να γυρίσει πίσω; Μπορεί η αγάπη της μάνας να βρει δικαίωση στην καρδιά του γιου της;
Στη Θεσσαλονίκη του σήμερα, του Μνημονίου, του ΔΝΤ, του Μεσοπρόθεσμου και της μεγάλης ανεργίας, ο Μιχάλης Βλαντής, πολιτικός μηχανικός που πλέον κερδίζει τα προς το ζην κάνοντας τον οδηγό σε ταξί, δέχεται μια ασυνήθιστη πρόταση από τον επιχειρηματία Αριστείδη Κοντογιώργη. Η πρόταση φαντάζει ανήθικη στον Βλαντή, όμως η αμοιβή που προσφέρει ο επιχειρηματίας είναι δελεαστική: πενήντα χιλιάδες ευρώ.
Ο νεαρός μηχανικός αποδέχεται την πρόταση και μπλέκει σε έναν παράφορο έρωτα με την αινιγματική Ελίζα Κοντογιώργη. Πολύ γρήγορα θα διαπιστώσει ότι έχει βρεθεί έξω από τον κόσμο του και θα βιώσει την ένταση του έρωτα, τον πόνο και την πρωτόγνωρη ευτυχία, την αλήθεια και το ψέμα, την αγάπη και το μίσος, τη θυσία και τον κίνδυνο του θανάτου. Κι όλα αυτά εναλλάσσονται διαδοχικά στους δρόμους και στις πλατείες τής πάντα ερωτικής Θεσσαλονίκης, που, όσο κι αν αλλάζουν οι εποχές, η φυσιογνωμία της παραμένει αναλλοίωτη.
Ένα μυθιστόρημα με απροσδόκητο τέλος που φανερώνει ότι τη ζωή δεν την καθορίζουν οι δυσκολίες που συναντάμε, αλλά η ικανότητά μας να τις προσπερνάμε.
Άλλο ένα φθινόπωρο στην Αθήνα της οικονομικής κρίσης δίχως ούτε μια σταγόνα λυτρωτικής βροχής.
Ο καθηγητής συγκριτικής λογοτεχνίας Παύλος Μαρίνος κηδεύει τον παλιό μέντορά του, προσθέτοντας άλλο ένα αγαπημένο φάντασμα στη συντροφιά των σκιών που τον ακολουθούν από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του. Ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσει τον πανικό της μοναξιάς είναι η δουλειά του, είναι οι λέξεις.
Ταυτόχρονα, η αστυνόμος Αλεξάνδρα Χατζή βρίσκεται σε αδιέξοδο· συλλέγει πτώματα ανήλικων κοριτσιών που κάποιος τα σκοτώνει με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, με μια θανάσιμη χειρονομία όμοια με αντιγραφή από λογοτεχνικό έργο· ένα συγκεκριμένο, εμβληματικό λογοτεχνικό έργο.
Ο καθηγητής και η αστυνόμος, με έναν παράδοξο δεσμό θανάτου να τους ενώνει, θα συνεργαστούν και θα αναζητήσουν στα αποσπάσματα, στα σχεδιάσματα, στα σκόρπια χαρτιά των συγγραφέων και των ποιητών την έξοδο από το δίχως τέρμα σκοτάδι της πόλης.
Αυτό το φθινόπωρο της ατέλειωτης κρίσης, η Αθήνα γίνεται κήπος μαραμένων κοριτσιών και, στον ίσκιο τους, η εξιχνίαση εγκλημάτων ταυτίζεται με την πιο επίμονη μελέτη του θανάτου που, καμιά φορά, είναι όλη κι όλη η ανθρώπινη ζωή.
Μια μεγαλοαστική οικογένεια από την Ίμερα του Πόντου, έπειτα από τη γενοκτονία του 1916, βρίσκει καταφύγιο σε ένα ορεινό χωριό της Πέλλας. Ο ένας γιος, ο Αριστοτέλης Αγριππίδης, ξενιτεύεται για σπουδές στην Αμερική και πλουτίζει με τα ματωμένα λεφτά της ποτοαπαγόρευσης. Επιστρέφει στο Μικροδέντρι της μετανάστευσης και γίνεται ο ευπατρίδης που κτίζει την εκκλησιά και το σχολείο. Εκεί θα φτάσει ως πρωτοδιόριστη δασκάλα στα τέλη του ’70 η Αμαλία Αναγνώστου, με τη φλόγα στα μάτια και το πάθος να μεταλαμπαδεύσει τη γνώση στα παιδιά μιας κλειστής αγροτικής κοινωνίας. Ο έρωτας σημαδεύει την Αμαλία με το τόξο του επίγονου Αριστοτέλη Αγριππίδη. Μα είναι γεμάτος σκιές και μυστικά. Η ομίχλη απλώνεται στο Μικροδέντρι όπως οι κρυφές ιστορίες των ανθρώπων του χωριού. Τα γάργαρα νερά του ποταμού γίνονται η ευλογία και η κατάρα του τόπου...
Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα που διατρέχει τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής ιστορίας του εικοστού αιώνα αποτολμώντας να ρίξει φως στην ομίχλη.
Η Μυρσίνη, καρπός του παράφορου έρωτα ενός Μακεδόνα και μιας Τσιγγάνας, μεγαλώνει ανάμεσα στους διαφορετικούς κόσμους του πατέρα και της μητέρας της, νιώθοντας πως δεν ανήκει απόλυτα σε κανέναν. Στα εννιά της χρόνια, όταν την εγκαταλείπει η μητέρα της, η μικρή Μυρσίνη πρέπει ν’ αντιμετωπίσει ολομόναχη το παράξενο χάρισμά της, την έκτη αίσθηση που έχει κληρονομήσει από την τσιγγάνα προγιαγιά της.
Αδυνατώντας να διαχειριστεί ένα χάρισμα που το βλέπει σαν κατάρα, το καταπιέζει και εντάσσεται στον κόσμο του πατέρα της. Πολλά χρόνια αργότερα, γυναίκα πια, επισκέπτεται για πρώτη φορά με το μνηστήρα της τον τόπο καταγωγής της για να τακτοποιήσει τις κληρονομικές της υποθέσεις. Κι εκεί γνωρίζει τον Στέφανο Βρεττό, έναν άντρα που ανατρέπει όλες τις βεβαιότητες της ζωής της.
Στη φθινοπωρινή Μακεδονία, ο διαισθητικός της εαυτός αφυπνίζεται έπειτα από ένα λήθαργο που κράτησε είκοσι χρόνια. Κι ενώ η Μυρσίνη παλεύει με τα χαώδη συναισθήματά της, ένας άγνωστος εχθρός επιβουλεύεται τη ζωή της…